Στη σύγχρονη εποχή των μέσων ενημέρωσης, η σχέση μεταξύ δημοσιογράφων και προσώπων της δημόσιας σφαίρας αποτελεί ένα διαρκές πεδίο διαπραγμάτευσης ορίων. Πρόσφατα, ο Γιώργος Λιάγκας βρέθηκε στο επίκεντρο τέτοιας συζήτησης, αναδεικνύοντας ένα ευρύτερο θέμα: την ελευθερία επιλογής στην επικοινωνία και την διαχείριση της προβολής. Το περιστατικό θέτει ερωτήματα για το πώς αντιλαμβάνεται το κοινό, αλλά και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι, τον ρόλο των celebrities και την υποχρέωσή τους να απαντούν σε κάθε ερώτηση.
Το Περιστατικό: Από τη Χαρά στην Παρεξήγηση
Όλα ξεκίνησαν το βράδυ της Τετάρτης, όταν ο γνωστός παρουσιαστής Γιώργος Λιάγκας, παρευρέθηκε στην παράσταση «Ταράτσα του Φοίβου». Μετά το τέλος του show, είχε μια συνάντηση στα παρασκήνια με τον ερμηνευτή Γιώργο Μαζωνάκη. Η συνάντηση αυτή, όπως ο ίδιος δήλωσε αργότερα, τον είχε φορτίσει συναισθηματικά θετικά.
Κατά την έξοδό του, δέχθηκε ερωτήσεις από δημοσιογράφους. Ενώ αρχικά μοιράστηκε τις εντυπώσεις του από τη συνάντηση με τον Μαζωνάκη, επέλεξε ρητά να αποφύγει σχόλια για θέματα τηλεθέασης και τηλεοπτικών εκπομπών, ένα συνηθισμένο αίτημα από τα τηλεοπτικά συνεργεία.
Η Δημόσια Τοποθέτηση του Γιώργου Λιάγκα
Αυτή η άρνηση δεν πέρασε απαρατήρητη και προκάλεσε σχόλια και επικρίσεις σε διάφορα μέσα. Ο Γιώργος Λιάγκας, την επόμενη κιόλας ημέρα, θέλησε να δώσει τη δική του εκδοχή και να ξεκαθαρίσει τη θέση του, κατά τη διάρκεια της πρωινής εκπομπής που παρουσιάζει. Στην τοποθέτησή του, υπογράμμισε:
- Την συνειδητή επιλογή να μην κάνει δηλώσεις στις κάμερες για όλα τα θέματα.
- Τον σεβασμό με τον οποίο προσεγγίζει τις δηλώσεις, όταν τις κάνει.
- Την προσωπική του κατάσταση τη συγκεκριμένη στιγμή, όντας «φορτισμένος» από τη συνάντηση με τον Γιώργο Μαζωνάκη, γεγονός που επηρέασε την επιθυμία του να μιλήσει αποκλειστικά γι’ αυτό.
- Την παρατήρηση ότι «δεν σέβονται όλοι την πρόθεση» του, επισημαίνοντας την έλλειψη κατανόησης από ορισμένους.
- Τη φιλοσοφία του «Ξύδι και καλή καρδιά!», μια φράση που υποδηλώνει την αδιαφορία του για δυσμενή σχόλια.
- Την πεποίθηση ότι «όλοι τελικά κρινόμαστε από τις πράξεις και τις επιλογές μας», θέτοντας έμφαση στην προσωπική ευθύνη.
Ανάλυση: Το Δικαίωμα στην Σιωπή και η Δημόσια Εικόνα
Το περιστατικό αναδεικνύει μια θεμελιώδη αρχή της επικοινωνίας: το δικαίωμα του κάθε ατόμου να επιλέγει πότε και για ποιο θέμα θα μιλήσει, ακόμη κι αν πρόκειται για δημόσιο πρόσωπο. Στην Ελλάδα, η πίεση για διαρκείς δηλώσεις από πρόσωπα της τηλεόρασης είναι έντονη, συχνά οδηγώντας σε δηλώσεις «ποταμού» που δεν προσφέρουν πάντα ουσία.
In the author’s assessment, η στάση του Γιώργου Λιάγκα μπορεί να ερμηνευθεί ως μια προσπάθεια να επαναπροσδιορίσει τα όρια της δημόσιας έκθεσής του. Επιθυμεί να διατηρήσει τον έλεγχο του αφηγήματος γύρω από το πρόσωπό του και να αποφύγει την συνεχή εμπλοκή σε θέματα που κρίνει ότι δεν τον αφορούν άμεσα ή δεν επιθυμεί να σχολιάσει. Αυτό είναι ένα ολοένα και πιο συχνό φαινόμενο celebrity culture, όπου τα πρόσωπα επιχειρούν να «απομεταδωθούν» από τον αδηφάγο κύκλο ατελείωτων δηλώσεων και τίτλων.
Ευρύτερο Πλαίσιο: Η Εξέλιξη της Δημοσιογραφίας και της Προσωπικής Προβολής
Αυτή η στάση του Γιώργου Λιάγκα δεν είναι απομονωμένη. Στην εποχή του ψηφιακού μετασχηματισμού και των κοινωνικών δικτύων, πολλά δημόσια πρόσωπα επιλέγουν να επικοινωνούν απευθείας με το κοινό τους, παρακάμπτοντας ενδιάμεσους. Αυτό μειώνει την εξάρτηση από τις παραδοσιακές δημοσιογραφικές πηγές για τη μετάδοση πληροφοριών και ενισχύει την αίσθηση αυτονομίας στην επικοινωνία.
Analysis: Η τάση αυτή έχει δύο όψεις: από τη μία, δίνει μεγαλύτερο έλεγχο στα δημόσια πρόσωπα για την εικόνα τους. Από την άλλη, δημιουργεί πρόκληση για την παραδοσιακή δημοσιογραφία, η οποία καλείται να βρει νέους τρόπους προσέγγισης και ανάδειξης της είδησης, πάντα με σεβασμό στα δικαιώματα του ατόμου, αλλά και με την επιδίωξη της έγκυρης ενημέρωσης του κοινού. Η έννοια του “δικαιώματος στη λήθη”, αν και νομικά αφορά προσωπικά δεδομένα, έχει επεκταθεί, ανεπίσημα, και στο πλαίσιο της δημόσιας προβολής, με τα πρόσωπα να διεκδικούν τον έλεγχο του τι προβάλλεται για αυτά.
Ο Γιώργος Λιάγκας, με την τοποθέτησή του, ανοίγει μια συζήτηση για τα όρια της δημόσιας έκθεσης και την ανάγκη για μεγαλύτερη ελαστικότητα και κατανόηση από πλευράς των media.