Η Μύκονος, ένα από τα διασημότερα νησιά του Αιγαίου, βρίσκεται για ακόμη μια φορά στο επίκεντρο της συζήτησης για τις αλματώδεις τιμές, με πρόσφατο παράδειγμα την έντονη διαμαρτυρία του Άρη Σοϊλέδη για το κόστος ενός απλού κουλουριού.
Η “χρυσή” μυκονιάτικη τιμολόγηση: Η περίπτωση του κουλουριού και η Instagram διαμαρτυρία του Σοϊλέδη
Η πρόσφατη εμπειρία του πρώην παίκτη του Survivor, Άρη Σοϊλέδη, αναδεικνύει για μια ακόμη φορά το χρόνιο ζήτημα του υπερβολικού κόστους ζωής και υπηρεσιών στη Μύκονο. Ο Σοϊλέδης, μέσω ανάρτησης στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram, εξέφρασε την έντονη δυσαρέσκειά του για την τιμή ενός κουλουριού στο αεροδρόμιο της Μυκόνου, το οποίο κόστισε 5,60 ευρώ. Πρόκειται για ένα ποσό πολλαπλάσιο της μέσης τιμής στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπου το ίδιο προϊόν κυμαίνεται συνήθως από 0,80 έως 3 ευρώ, ακόμη και σε τουριστικές περιοχές.
Ο ίδιος ο Σοϊλέδης σχολίασε χαρακτηριστικά:
- «Είμαι στο αεροδρόμιο της Μυκόνου, μόλις προσγειώθηκα και πεινούσα. Πήρα ένα κουλούρι 5,60 ευρώ, ενώ στην αγορά κοστίζει πολύ λιγότερο».
- «Αυτές οι τιμές αποθαρρύνουν τους Έλληνες επισκέπτες από το νησί των Ανέμων, κάτι που είναι κατανοητό».
- «Αν συνεχιστεί αυτή η τακτική, σε λίγα χρόνια δεν θα έρχονται ούτε οι τουρίστες, καθώς νιώθουν ότι τους εκμεταλλεύεστε».
Τιμολογιακός παραλογισμός ή στρατηγική μάρκετινγκ; Η επίδραση στον εγχώριο και διεθνή τουρισμό
Το περιστατικό με το κουλούρι του Άρη Σοϊλέδη δεν είναι μεμονωμένο. Αντιθέτως, αποτελεί μια μικρογραφία του ευρύτερου προβλήματος των ανεξέλεγκτων αυξήσεων τιμών σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες στη Μύκονο, ιδιαίτερα δε σε σημεία υψηλής τουριστικής κίνησης, όπως τα αεροδρόμια, τα λιμάνια και οι ακτές. Το φαινόμενο αυτό, γνωστό και ως “pricing premium” ή “premium pricing”, εντοπίζεται σε πολλούς κοσμοπολίτικους προορισμούς παγκοσμίως, ωστόσο στη Μύκονο έχει λάβει ορισμένες φορές διαστάσεις που αγγίζουν τα όρια του παραλόγου.
Σύμφωνα με αναλύσεις ειδικών του τουρισμού, οι συνεχείς υπερβολικές τιμές μπορούν να έχουν σοβαρές επιπτώσεις:
- Αποθάρρυνση του Εγχώριου Τουρισμού: Η Ελλάδα, ως χώρα με μέσο εισόδημα χαμηλότερο από πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, διαθέτει ένα σημαντικό ποσοστό εγχώριων τουριστών που αναζητούν οικονομικά προσιτές διακοπές. Οι τιμές της Μυκόνου καθιστούν το νησί απαγορευτικό για μεγάλο μέρος του ελληνικού κοινού, οδηγώντας τους σε εναλλακτικούς προορισμούς.
- Εικόνα Κερδοσκοπίας: Η συνεχιζόμενη πρακτική υπερκοστολόγησης δημιουργεί την εικόνα ενός προορισμού όπου η κερδοσκοπία κυριαρχεί, πλήττοντας την αξιοπιστία και τη φήμη του. Ακόμη και οι υψηλού εισοδήματος τουρίστες, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για ποιότητα, αποθαρρύνονται όταν αισθάνονται ότι γίνεται εκμετάλλευση στο όνομα της “exclusive” εμπειρίας.
- Διατήρηση της Βιωσιμότητας: Η βιωσιμότητα του τουριστικού μοντέλου της Μυκόνου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ προσφοράς, ζήτησης και τιμών. Η συνεχής άνοδος των τιμών, χωρίς ανάλογη βελτίωση στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, μπορεί να οδηγήσει σε κορεσμό της αγοράς και μακροπρόθεσμη μείωση της επισκεψιμότητας, ακόμη και από το «υψηλό» κοινό.
Η ευθύνη της αγοράς και η ανάγκη για ρύθμιση
Το ζήτημα των τιμών στη Μύκονο δεν αφορά μόνο την ατομική επιλογή των επιχειρηματιών, αλλά και την έλλειψη αποτελεσματικών ελέγχων και ίσως ενός σαφούς πλαισίου τιμολόγησης σε κρίσιμα σημεία. Ενώ η ελεύθερη αγορά καθορίζει εν πολλοίς τις τιμές, η ανάγκη για προστασία του καταναλωτή και διασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού είναι επιτακτική. Η πολιτεία, οι τοπικές αρχές και οι επαγγελματικοί φορείς καλούνται να βρουν λύσεις που θα διασφαλίσουν τη φήμη και τη βιωσιμότητα ενός από τους σημαντικότερους τουριστικούς προορισμούς της χώρας, προσφέροντας παράλληλα μια δίκαιη και ποιοτική εμπειρία σε κάθε επισκέπτη, ανεξαρτήτως βαλαντίου.
Πηγή εικόνας: NDP