Η φωνή του Κώστα Καρίπη, αυτού του Κωνσταντινουπολίτη κιθαρίστα και τραγουδιστή, άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία του ρεμπέτικου. Από την πρώτη στιγμή που άκουσα την «απελπισμένη μα απειλητική» χροιά του, κατάλαβα πως είχα μπροστά μου έναν καλλιτέχνη που ξεπερνούσε τα συνηθισμένα. Η διονυσιακή μαγκιά του, όπως αποτυπώνεται σε κομμάτια σαν τις «Ομολογίες» ή τους «Νέους Χασικλήδες», τον καθιστά μια μορφή που δεν ξεχνιέται εύκολα.
Αυτά τα τραγούδια, ηχογραφημένα το 1928, μας μεταφέρουν κατευθείαν στον κόσμο του Καρίπη. Η αναφορά στη Σμυρνιά που τον ταλαιπωρεί και η προσφυγική συνοικία του Ποδονίφτη, δείχνουν την άμεση σύνδεσή του με τους ξεριζωμένους της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο Καρίπης, με την τέχνη του, καθρεφτίζει το σμυρνέικο παρελθόν του ρεμπέτικου, σε μια εποχή που τα σαντούρια και τα βιολιά κυριαρχούσαν, πριν ακόμα το μπουζούκι αναλάβει τα ηνία.
Η άφιξη στην Ελλάδα και οι πρώτες ηχογραφήσεις
Ο Καρίπης, πιθανότατα γεννημένος ως Κώστας Καριπόπουλος μεταξύ 1890 και 1895 στην Κωνσταντινούπολη, έφτασε στην Ελλάδα το 1922, ως πρόσφυγας. Εντάχθηκε γρήγορα στους καλλιτεχνικούς κύκλους των προσφύγων της Αθήνας, κάτι που υποδηλώνει προηγούμενη εμπειρία. Ο Παναγιώτης Κουνάδης, μέσα από την έρευνά του, διόρθωσε παλαιότερες ανακρίβειες, όπως αυτές του Τάσου Σχορέλη, φωτίζοντας καλύτερα τη βιογραφία του.
Η πρώτη του δισκογραφική εμφάνιση έγινε το 1925 με την Edison, με το τραγούδι «Κορδελιό», μια διασκευή του παραδοσιακού σμυρνέικου «Τι Σε Μέλλει Εσένανε». Αυτό το κομμάτι, όπως και πολλά άλλα, έδειξε την προτίμησή του στις παραδοσιακές μικρασιατικές μελωδίες. Εκτός από τις «Ομολογίες» και τους «Νέους Χασικλήδες», ξεχωρίζουν επίσης το «Θα Σπάσω Κούπες» και το «Μη Μου Χαλάς Τα Γούστα Μου», όλα του 1928.
Τραγούδησε επίσης αμανέδες και κάποια δημοτικά, όπως τον «Αλή Πασά» και τη «Λειβαδιά». Ωστόσο, σε αυτά τα κομμάτια η ερμηνεία του ήταν πιο συγκρατημένη. Μια ακόμα σημαντική ερμηνεία του βρίσκεται στην «Σκερτσόζα» του Γιάννη Δραγάτση ή Ογδοντάκη, όπου αναδεικνύεται το ταλέντο του ως κιθαρίστα.
Από την κιθάρα στη σύνθεση και η εξαφάνιση
Ο Καρίπης δεν ήταν μόνο ερμηνευτής και κιθαρίστας, αλλά και συνθέτης. Έγραψε αμανέδες, όπως το «Σου Αφήνω Την Καληνυχτιά (Μινόρε Μανές)» του 1930, καθώς και τραγούδια σμυρνέικου ύφους που ερμήνευσαν μεγάλα ονόματα της εποχής. Συνεργάστηκε με τον Στελλάκη Περπινιάδη στο «Δεν Σε Θέλω», με τη Ρίτα Αμπατζή στο «Παραπονιάρικο» και με τη Ρόζα Εσκενάζυ σε κομμάτια όπως το «Πάλι Μου Κάνεις Τον Βαρύ».
Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα της προσαρμοστικότητάς του είναι το «Εγώ Θα Σου Φερθώ Σκληρά» του 1940. Αυτό το χασάπικο δείχνει ότι ο Καρίπης δεν χάθηκε με την άνοδο του πειραιώτικου ρεμπέτικου. Αντιθέτως, η κιθάρα του συνόδευε αρμονικά τα μπουζούκια του Μανώλη Χιώτη και του Στέλιου Χρυσίνη, αποδεικνύοντας την ικανότητά του να ενσωματώνεται στις νέες μουσικές τάσεις.
Ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια γύρω από τον Καρίπη είναι γιατί σταμάτησε να τραγουδά μετά το 1930. Ίσως αφοσιώθηκε περισσότερο στη σύνθεση και την κιθάρα, όπου διέπρεψε ως ένας από τους κορυφαίους του είδους, ισάξιος του Κώστα Σκαρβέλη. Η δεξιοτεχνία του στην κιθάρα τον έκανε περιζήτητο στα λαϊκά πάλκα και του εξασφάλισε σταθερή δουλειά στη δισκογραφία. Συνεργάστηκε ακόμα και με τον Βασίλη Τσιτσάνη, με την κιθάρα του να λάμπει σε τραγούδια όπως η «Αρχόντισσα» και το «Ό,τι Κι Αν Πω Δεν Σε Ξεχνώ».
Η τύχη του Καρίπη μετά το 1951 παραμένει άγνωστη. Ενώ καταγράφεται ως κιθαρίστας σε ηχογραφήσεις μέχρι τότε, μετά εξαφανίζεται εντελώς. Ο Τσιτσάνης, μάλιστα, δήλωσε πως αναγκάστηκε να αλλάξει τον τρόπο που έπαιζε μπουζούκι για να καλύψει το κενό της κιθάρας του Καρίπη. Η λήθη που τον περιβάλλει σήμερα είναι άδικη, ειδικά σε μια εποχή που γιορτάζουμε επετείους άλλων μεγάλων καλλιτεχνών. Ο Καρίπης, με την προσφορά του στο ρεμπέτικο, αξίζει μια θέση στη συλλογική μας μνήμη.