Η πρόσφατη συζήτηση που αναπτύχθηκε γύρω από τις δηλώσεις του δημοσιογράφου Νίκου Συρίγου, φέρνει στο προσκήνιο, για άλλη μια φορά, το μείζον θέμα της ελευθερίας της έκφρασης και των ορίων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας στην ελληνική τηλεόραση, πυροδοτώντας έναν γόνιμο προβληματισμό για το μέλλον των μέσων ενημέρωσης.
Η θέση του Νίκου Συρίγου: Αρχές και Αντιδράσεις
Στην εκπομπή «Πρωινό» του ΑΝΤ1, στις 18 Ιουνίου, ο παρουσιαστής Γιώργος Λιάγκας και η ομάδα του σχολίασαν εκτενώς τις δηλώσεις του καταξιωμένου δημοσιογράφου Νίκου Συρίγου. Ο Συρίγος αναφέρθηκε με έμφαση στην αδιαπραγμάτευτη αξία της ελευθερίας του λόγου στα μέσα ενημέρωσης, δηλώνοντας ρητά ότι «». Αυτή η θέση, που απηχεί μια καθαρή δημοσιογραφική συνείδηση, υπογραμμίζει την κρίσιμη σημασία της αυτονομίας του δημοσιογραφικού λόγου σε ένα media landscape που συχνά πλήττεται από σκοπιμότητες και πιέσεις.
Αυτολογοκρισία και «Απαγορευμένοι» στην Κριτική
Ο Γιώργος Λιάγκας, με την εμπειρία του από τον χώρο, προσέγγισε το ζήτημα της αυτολογοκρισίας από μια ρεαλιστική σκοπιά. Ενώ αναγνώρισε ότι οι «ευφυείς επαγγελματίες έχουν ένστικτο αυτολογοκρισίας», εννοώντας την ικανότητα να διαχειρίζονται το λόγο τους με σύνεση και δεοντολογία, έθιξε ένα πολύ πιο σκοτεινό κεφάλαιο: την ύπαρξη «απαγορευμένων» προσώπων στα ελληνικά μέσα. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε:
- «Οι ευφυείς άνθρωποι έχουν ένστικτο αυτολογοκρισίας, γνωρίζοντας ποιοι είναι απαγορευμένοι για κριτική.»
Αυτή η δήλωση, βαθιά ενοχλητική για τη δημοκρατική λειτουργία των ΜΜΕ, έρχεται να επιβεβαιώσει τις ευρέως διαδεδομένες ανησυχίες για τις αθέατες συμβάσεις και τις εξαρτήσεις που διαμορφώνουν το περιεχόμενο της τηλεοπτικής ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Η ύπαρξη λιστών με πρόσωπα ή φορείς που είναι άτρωτα στην κριτική, ανεξαρτήτως πράξεων, υπονομεύει ευθέως τον ρόλο της δημοσιογραφίας ως φύλακα της δημοκρατίας και ελεγκτή της εξουσίας.
Η Σύγκριση Tηλεόρασης – YouTube: Ελευθερία και Αισθητική
Ο Νίκος Συρίγος προχώρησε σε μια ενδιαφέρουσα σύγκριση μεταξύ της παραδοσιακής τηλεόρασης και των ψηφιακών πλατφορμών, όπως το YouTube, αναδεικνύοντας τη δεύτερη ως έναν χώρο με μεγαλύτερη ελευθερία λόγου. Αυτή η παρατήρηση δεν είναι τυχαία. Η αυτονόμηση των δημιουργών περιεχομένου και η άμεση επικοινωνία με το κοινό, χωρίς τους περιορισμούς των μεγάλων καναλιών, προσφέρουν ένα περιβάλλον όπου η «αυθεντική έκφραση» μπορεί να ανθίσει.
Ωστόσο, ο Συρίγος έθεσε και έναν επιπλέον προβληματισμό, τονίζοντας ότι τον ενοχλεί «όταν τηλεοπτικά πρόσωπα εμφανίζονται μόνο για να κάνουν αρνητική κριτική ή ‘κράξιμο’». Εδώ, ο δημοσιογράφος θίγει το ζήτημα της δημοσιογραφικής ευθύνης και της ποιότητας του λόγου. Η ελευθερία δεν πρέπει να συγχέεται με την ασύδοτη κριτική ή την προσβολή. Η επιλογή των προσώπων που προβάλλονται και ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η κριτική, είναι, κατά τον Συρίγο, θέμα αισθητικής και εν τέλει, δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Η άποψη αυτή βρίσκει σύμφωνους πολλούς επαγγελματίες του χώρου, οι οποίοι επιζητούν την αναβάθμιση του τηλεοπτικού προϊόντος και την αποφυγή της τοξικότητας που συχνά χαρακτηρίζει ορισμένες εκπομπές.
Το Μέλλον της Δημοσιογραφίας στην Ψηφιακή Εποχή
Η συζήτηση που πυροδότησαν οι δηλώσεις του Νίκου Συρίγου είναι ένα ακόμη λιθαράκι στον συνεχιζόμενο προβληματισμό για το ρόλο των μέσων ενημέρωσης στην ψηφιακή εποχή. Η ελευθερία του λόγου, η ακεραιότητα της ενημέρωσης και η δημοσιογραφική δεοντολογία παραμένουν οι ακρογωνιαίοι λίθοι μιας υγιούς δημοκρατίας. Σε μια εποχή όπου οι ψευδείς ειδήσεις (fake news) και η παραπληροφόρηση διαδίδονται με ταχύτητα, η ανάγκη για αξιόπιστη και ελεύθερη δημοσιογραφία είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Professional bodies, like the Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ), consistently advocate for these principles, emphasizing the critical role of independent journalism in a democratic society.
Η προτίμηση των νέων γενεών σε πλατφόρμες όπως το YouTube και το TikTok για την ενημέρωσή τους, αναγκάζει την παραδοσιακή τηλεόραση να επανεξετάσει το μοντέλο λειτουργίας της. Η διαφάνεια, η πολυφωνία και η αποφυγή φαινομένων λογοκρισίας ή «απαγορευμένων» είναι πλέον όχι απλώς επιθυμητές, αλλά απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιβίωση και την αξιοπιστία των τηλεοπτικών μέσων. Η δημόσια συζήτηση γύρω από αυτά τα ζητήματα συμβάλλει στην αφύπνιση του κοινού και στην απαίτηση για ένα δημοσιογραφικό τοπίο που υπηρετεί την αλήθεια και τη δημόσια σφαίρα, όχι συμφέροντα και εξαρτήσεις.