Ο Γιάννης Μπέζος, μια εμβληματική μορφή της ελληνικής υποκριτικής σκηνής, σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης, ανέλυσε με το χαρακτηριστικό του σκεπτικισμό και την οξύνοια που τον διακρίνει, ζητήματα που άπτονται της τέχνης, της τηλεόρασης και της στάσης των καλλιτεχνών.
Η Υποκριτική, το Κοινό και η «Επιτυχία» στην Τηλεόραση
Ο καταξιωμένος ηθοποιός, μιλώντας στην εκπομπή «Το ‘Χουμε» και τη Ναταλία Αργυράκη, αποδόμησε την κοινή πεποίθηση ότι το κοινό «θέλει να γελάσει». Όπως εύστοχα επισήμανε, πρόκειται για ένα κλισέ: «Είναι κλισέ ότι ο κόσμος θέλει να γελάσει, λες και πέρσι ήθελε να κλαίει. Το θέμα είναι το πώς και είναι δική μας ευθύνη, όχι του κοινού.» Η προσέγγιση αυτή αναδεικνύει την ενεργό ευθύνη του δημιουργού έναντι του κοινού, υπογραμμίζοντας ότι η ποιότητα του περιεχομένου πηγάζει από τον ίδιο τον καλλιτέχνη και όχι από τις υποτιθέμενες επιθυμίες της μάζας.
Επιπλέον, ο κ. Μπέζος έθεσε υπό αμφισβήτηση την επικρατούσα αντίληψη περί τηλεοπτικής επιτυχίας, η οποία συχνά ταυτίζεται αποκλειστικά με τα νούμερα τηλεθέασης. «Επιτυχία δεν είναι τα νούμερα της τηλεόρασης, γιατί ο κόσμος έβλεπε, βλέπει και θα βλέπει ανοησίες,» δήλωσε χαρακτηριστικά. Αυτή η θέση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη στην εποχή της κυριαρχίας των μετρήσεων, όπου ο ποιοτικός αντίκτυπος συχνά επισκιάζεται από την ποσοτική απήχηση. Ο ίδιος παραδέχθηκε ότι ακόμη και ο ίδιος καταναλώνει «ανοησίες για να γελάσει και να χλευάσει», διευκρινίζοντας όμως ότι αυτό δεν πρέπει να λαμβάνεται «τοις μετρητοίς» από τους δημιουργούς. Το ζητούμενο, κατά τον Γιάννη Μπέζο, είναι να κάνουν οι καλλιτέχνες πρωτίστως «καλά τη δουλειά τους», ανεξαρτήτως της στιγμιαίας ανταπόκρισης των δεικτών τηλεθέασης.
Ο Ρόλος και τα Όρια του Καλλιτέχνη
Σε μια εποχή όπου η κοινωνική τοποθέτηση των καλλιτεχνών αποτελεί συχνά αντικείμενο συζήτησης, ο Γιάννης Μπέζος έθεσε σαφή όρια. «Ο καλλιτέχνης πρώτα πρέπει να κάνει καλά την δουλειά του και μετά θα δούμε τι θα κάνουμε με τις τοποθετήσεις του. Εννοείται ότι δικαιούται να έχει λόγο αλλά οφείλει να κάνει και καλά την δουλειά του.» Αυτή η δήλωση υπογραμμίζει την πρωταρχική ευθύνη του καλλιτέχνη να διακρίνεται στον πυρήνα του επαγγέλματός του, προτού διεκδικήσει ρόλο κοινωνικού σχολιαστή ή διαμορφωτή της κοινής γνώμης. Η επαγγελματική αρτιότητα τίθεται ως θεμέλιο για κάθε περαιτέρω παρέμβαση.
Η «Σκληρή» Πραγματικότητα των Προβών και η Ηθική της Εργασίας
Με τον αιχμηρό του λόγο, ο ηθοποιός δεν δίστασε να σχολιάσει και τη συμπεριφορά συναδέλφων που εκφράζουν κόπωση κατά τη διάρκεια προβών και γυρισμάτων. «Κάποιες φορές όταν ακούω από κάποιους συναδέλφους στις πρόβες και στα γυρίσματα ότι κουράστηκαν. Αυτό που τους λέω είναι να πάνε στην οικοδομή να ξεκουραστούν. Οι καλλιτέχνες δεν δικαιούνται να λένε κουράστηκα,» τόνισε. Η δήλωση αυτή, αν και ακούγεται σκληρή, αποτυπώνει μια ηθική της εργασίας που θέλει τον καλλιτέχνη αφοσιωμένο και πλήρως δεσμευμένο στην τέχνη του, αναγνωρίζοντας παράλληλα τις πολύ πιο δυσμενείς συνθήκες άλλων επαγγελμάτων. Αντί για έναν «ρομαντικό» εξιδανικευμένο καλλιτέχνη, ο κ. Μπέζος προβάλλει την εικόνα ενός επαγγελματία που αντιμετωπίζει τη δουλειά του με συνέπεια και σεβασμό.
«Δικτατορική» Σκηνοθεσία και Αποτελεσματικότητα στο Θέατρο
Τέλος, ο Γιάννης Μπέζος αναφέρθηκε στο ύφος της σκηνοθεσίας του στο θέατρο, χρησιμοποιώντας έναν όρο που χρήζει διευκρίνισης. «Συμπεριφέρομαι δικτατορικά με την καλή έννοια, αναφέρονται όλοι σ’ εμένα,» είπε. Η φράση «με την καλή έννοια» είναι κλειδί, καθώς ο ίδιος έσπευσε να εξηγήσει: «Εφόσον η δουλειά μου ζητάει κάτι παραπάνω, είμαι υποχρεωμένος να φερθώ ελέγχοντας τους ανθρώπους και όχι καταπιέζοντάς τους. Και σας διαβεβαιώ ότι οι άνθρωποι περνάνε μια χαρά μαζί μου, ακριβώς γιατί δεν είναι σκορποχώρι.»
Αυτή η προσέγγιση φανερώνει μια μεθοδική και συγκεντρωτική ηγεσία, απαραίτητη σε ένα οργανωμένο θεατρικό σύνολο. Η αναζήτηση της αρτιότητας και η αποφυγή του «σκορποχωρίου» απαιτούν σαφείς κατευθύνσεις και συντονισμό. Ο όρος «δικτατορικός» στην προκειμένη περίπτωση μεταφράζεται σε αυστηρή καθοδήγηση και ανάληψη ευθύνης για το τελικό αποτέλεσμα, πάντα με σεβασμό στους συνεργάτες, διασφαλίζοντας ένα παραγωγικό και ευχάριστο περιβάλλον εργασίας.