Η Μαργαρίτα Θεοδωράκη, κόρη του αείμνηστου Μίκη Θεοδωράκη, ανοίγει την καρδιά της στην ΕΡΤ, αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές της σχέσης τους, την αγάπη του συνθέτη για το Βραχάτι και την πικρία της για τη διαχείριση του πνευματικού του έργου.
Βραχάτι: Το Καταφύγιο και η Πηγή Έμπνευσης του Μίκη Θεοδωράκη
Η Μαργαρίτα Θεοδωράκη, σε μια φορτισμένη συνέντευξη στην ΕΡΤ, αναφέρθηκε εκτενώς στη σημασία του Βραχατίου για τον πατέρα της, τον διεθνώς αναγνωρισμένο συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε: «Το Βραχάτι ήταν ένας από τους τόπους που αγάπησε περισσότερο ο πατέρας μου. Εδώ ένιωθε το σπίτι του, ‘είμαστε στον παράδεισό μας’, έλεγε». Αυτή η δήλωση υπογραμμίζει την βαθιά συναισθηματική σύνδεση του συνθέτη με την περιοχή, η οποία λειτούργησε ως καταφύγιο και ταυτόχρονα ως ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για το τεράστιο έργο του. Σύμφωνα με την ίδια, ο Μίκης Θεοδωράκης δημιούργησε πλήθος μουσικών έργων στο Βραχάτι, ακόμα και χειροποίητα ψηφιδωτά με βότσαλα, αποδεικνύοντας την απόλυτη αφοσίωσή του στον τόπο.
Η εξοχική κατοικία στο Βραχάτι δεν ήταν απλώς ένας χώρος χαλάρωσης αλλά ένα ζωντανό κύτταρο πνευματικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Η Μαργαρίτα Θεοδωράκη έκανε λόγο για επισκέψεις προσωπικοτήτων, όπως ο διάσημος Ιταλός τραγουδιστής Αλ Μπάνο, γεγονός που αναδεικνύει την παγκόσμια απήχηση του Μίκη αλλά και τον ρόλο του Βραχατίου ως σημείο συνάντησης καλλιτεχνών και διανοουμένων.
Η Σκληρή Πραγματικότητα της Δικτατορίας και η Προσωπική Οδύνη
Η αφήγηση της Μαργαρίτας Θεοδωράκη έγινε ακόμα πιο συγκλονιστική όταν αναφέρθηκε στην περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974) και τον αντίκτυπο που είχε αυτή στη ζωή της οικογένειας. Η μνήμη του Μαΐου του 1968, όταν ο πατέρας της τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, παραμένει χαραγμένη βαθιά μέσα της: «Άνοιξε η πόρτα και ήρθαν χωροφύλακες, ήταν για εμένα πολύ τραυματικό. Τρόμαξα ως παιδί όταν ήρθαν οι χωροφύλακες για να πάρουν τον πατέρα μου». Αυτή η περιγραφή αποτυπώνει ανάγλυφα την παιδική τραυματική εμπειρία και την αίσθηση της απειλής που βίωνε η οικογένεια Θεοδωράκη λόγω της πολιτικής δράσης του συνθέτη.
Παρά τις δυσκολίες, η ζωή στο Βραχάτι, μετά την πτώση της χούντας, επέτρεψε την επιστροφή σε μια σχετική κανονικότητα. Η καθημερινότητα του Μίκη Θεοδωράκη περιλάμβανε πρώιμη έγερση, τον καφέ του στις 7 το πρωί, και γεμάτα με πολιτικές συζητήσεις μεσημέρια. Η αγάπη του για τη θάλασσα υπήρξε επίσης καθοριστική, προσφέροντάς του στιγμές ηρεμίας και έμπνευσης. Η ανθρώπινη πλευρά του συνθέτη αναδείχθηκε μέσα από την περιγραφή της αντίδρασής του όταν κόπηκαν κάποια δέντρα από τον κήπο του – γεγονός που τον πλήγωσε τόσο, ώστε να απομονωθεί και να κουρευτεί. Η απώλεια του αδελφού του τον οδήγησε σε βαθιά απομόνωση στο Βραχάτι, μια περίοδο κατά την οποία, όπως χαρακτηριστικά τόνισε η κόρη του, «για πρώτη φορά γέρασε», βιώνοντας έντονα τον πόνο της απώλειας.
Πνευματική Κληρονομιά και η Πικρία του Ανταγωνισμού
Η συζήτηση στράφηκε και στην πολυσυζητημένη κληρονομιά του Μίκη Θεοδωράκη, ένα θέμα που έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Η Μαργαρίτα Θεοδωράκη εξέφρασε την πικρία της για τις «κακές γλώσσες» που, όπως είπε, αλλοίωσαν τη σχέση της με τον πατέρα της κατά περιόδους, κυρίως λόγω «ανταγωνισμού». Ωστόσο, τόνισε πως η σχέση τους αποκαταστάθηκε πλήρως όταν εκείνος διάβασε το βιβλίο της, ένα γεγονός που τον συγκίνησε βαθιά και τον οδήγησε να της ζητήσει «συγγνώμη», χωρίς τότε η ίδια να κατανοεί πλήρως τον λόγο. Η απάντηση ήρθε αργότερα, με το άνοιγμα της διαθήκης.
Η αποκάλυψη της διαθήκης του Μίκη Θεοδωράκη ήταν ένα κομβικό σημείο. Ενώ η Μαργαρίτα Θεοδωράκη ξεκαθάρισε πως οικονομικά δεν αδικήθηκε, η διαχείριση του πνευματικού έργου του πατέρα της από έναν γερμανικό οίκο την «πλήγωσε» βαθιά. Αυτή η δήλωση αναδεικνύει μια ευαίσθητη πτυχή της κληρονομιάς ενός καλλιτέχνη παγκόσμιου βεληνεκούς: το ζήτημα της διατήρησης της πνευματικής του παρακαταθήκης και της εθνικής της εμβέλειας. Παρόλα αυτά, η Μαργαρίτα Θεοδωράκη κλείνει την αφήγησή της με μια νότα αισιοδοξίας και αφοσίωσης: «Δεν μου λείπει γιατί καθημερινά ασχολούμαι με το έργο του και είναι πάντα παρών μέσα από εκεί». Η ατάκα αυτή υπογραμμίζει την αδιάκοπη σύνδεση και το καθήκον που νιώθει απέναντι στο μνημειώδες έργο του πατέρα της, διασφαλίζοντας τη συνέχιση της παρουσίας του στον πολιτιστικό χάρτη.